γυρεύσει — γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle aor subj act 3rd sg (epic) γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle fut ind mid 2nd sg γῡρεύσει , γυρεύω run round in a circle fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάρρευστος — η, ο (Α ἀδιάρρευστος, ον) [διαρρέω] (για μυστικά, πληροφορίες κ.λπ.) αυτός που δεν διαρρέει, που δεν μεταδίδεται αρχ. (για υγρά) αυτός που δεν είναι δυνατόν να ρεύσει, ο πηχτός … Dictionary of Greek
αναπρήθω — ἀναπρήθω (Α) [πρήθω] (μόνο στη μτχ. αορ. ἀναπρήσας) κάνω κάτι να ρεύσει σε αφθονία, χύνω (δάκρυα κυρίως) … Dictionary of Greek
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
διακρανώ — διακρανῶ ( όω) (Α) κάνω να ρεύσει, να τρέξει (κρασί) σαν από κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού άχρ. διακρηνώ < διά + κρήνη] … Dictionary of Greek
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν … Dictionary of Greek
οινοχοώ — (ΑΜ οἰνοχοῶ, έω) [οινοχόος] είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί αρχ. 1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.) 2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου… … Dictionary of Greek
παραμεθίημι — Α αφήνω κάτι να ρεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεθίημι «αφήνω»] … Dictionary of Greek
συλλείβω — Α 1. αφήνω να τρέχει κατά σταγόνες 2. παθ. συλλείβομαι συρρέω κάπου κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λείβω «χύνω, αφήνω κάτι να ρεύσει»] … Dictionary of Greek